τοξικοφόρος

τοξικοφόρος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει τοξική ουσία
2. (για φυτό) αυτός που παράγει τοξική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxophorous < toxo- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + -phorous (< -φόρος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”